- τρεχάματα
- τα, Ν1. αδιάκοπα τρεξίματα2. εντατικές ενέργειες για επείγουσες υποθέσεις, τρεξίματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άμα /-ατα κατά το ουδ. σε -μα, -ατος (πρβλ. κλάματα, πράματα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρεχάματα — τα συνεχείς δρόμοι, τρεξίματα, σύντονες ενέργειες για σπουδαία υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
τρέξιμο — το, Ν 1. πολύ γρήγορο βάδισμα που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη διαδοχή τών ποδιών 2. (για υγρό) ροή, εκροή, χύσιμο («το τρέξιμο τού νερού») 3. στον πληθ. τα τρεξίματα έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή υπόθεση, αλλ.… … Dictionary of Greek
βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέξιμο,το — τρέξιμο, το 1. ταχύτατο βάδισμα, τρεχάλα. 2. ροή, εκροή, χύσιμο: Το τρέξιμο του νερού. 3. πληθ., τρεξίματα τρεχάματα, σύντονες ενέργειες για σπουδαία υπόθεση: Ο διορισμός του χρειάζεται τρεξίματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)